καταζωστικός

καταζωστικός
καταζωστικός, -ή, -όν (Α) [καταζώννυμι]
1. αυτός που ανήκει στη ζώση ή είναι κατάλληλος για ζώση
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ καταζωστικόν
έργο που αναφέρεται στον τρόπο τής ζώσης τών ιερών εσθήτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καταζωστικόν — καταζωστικός of masc acc sg καταζωστικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”